- ὀρεκτική
- ὀρεκτικόςappetitivefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρεκτικῇ — ὀρεκτικός appetitive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευόρεκτος — εὐόρεκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει όρεξη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί όρεξη, ο ορεκτικός το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόρεκτον η ορεκτική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορεκτός (< ορέγω)] … Dictionary of Greek
προγεύσιμον — τὸ, Α ορεκτική ποικιλία προσφερόμενη πριν από το κυρίως έδεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γεῦσις + κατάλ. ιμος, ιμον] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
ορεκτικός — ορεκτικός, ή, ό και ορεχτικός, ή, ό 1. για φαγητό, αυτός που κινεί την όρεξη: Ορεκτικά φαγητά. 2. αυτός που προκαλεί τον πόθο, την επιθυμία του άλλου: Ορεκτική γυναίκα. 3. ως ουσ., ορεκτικό, το και ορεκτικά, τα καθετί που τρώγεται πριν από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… … Православная энциклопедия